- μακροζωία
- ητο να ζει κανείς πολλά χρόνια, η μακροβιότητα: Έγραψε ένα βιβλίο με συμβουλές για μακροζωία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μακροζωία — η (Μ μακροζωΐα) το να ζει κάποιος πολλά χρόνια, η μακροβιότητα, η μακροημέρευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μακρόζωος] … Dictionary of Greek
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
Μαθουσάλας — (εβρ. Μαθουσαέλ). Όνομα δύο βιβλικών προσώπων. 1. Ο τέταρτος απόγονος του Κάιν και πατέρας του Λάμεχ. 2. Πατριάρχης που έμεινε παροιμιώδης για τη μακροζωία του. Σύμφωνα με την αφήγηση της Βίβλου –στην οποία, άλλωστε, οι αριθμοί έχουν συχνά… … Dictionary of Greek
απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… … Dictionary of Greek
μακροβιοτία — μακροβιοτία. ἡ (Α) [μακροβίοτος] μακροβιότητα, μακροζωία … Dictionary of Greek
μακροβιότητα — η (AM μακροβιότης) [μακρόβιος (I)] η ιδιότητα τού μακρόβιου, η μεγάλη διάρκεια ζωής, η μακροζωία … Dictionary of Greek
μακροημέρευση — η (AM μακροημέρευσις) [μακροημερεύω] η παράταση τών ημερών τής ζωής, μακροβιότητα, μακροζωία («χαρὰν καὶ μακροημέρευσιν», ΠΔ) νεοελλ. η μεγάλη διάρκεια ενός γεγονότος … Dictionary of Greek
μακροημερεύω — (AM μακροημερεύω [μακροήμερος] ζω πολλά χρόνια μσν. 1. (μτβ.) δίνω μακροζωία 2. καθυστερώ κάποιον 3. παρατείνομαι, χρονίζω … Dictionary of Greek
μακροχρονιότητα — η (Α μακροχρονιότης, ητος) [μακροχρόνιος] 1. η μακρά διάρκεια, το μεγάλο χρονικό διάστημα 2. μακροζωία, μακροβιότητα … Dictionary of Greek
πολυχρόνιση — η, Ν [πολυχρονίζω] 1. ευχή για μακροβιότητα 2. μακροβιότητα, μακροζωία … Dictionary of Greek